- μαχαιροφορά
- μαχαιροφορά, ἡ (Α)το να κρατά κανείς μαχαίρι ως όπλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φορά (< φέρω), πρβλ. κοπρο-φορά, μισθο-φορά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek